- καινοχωρισμός
- καινοχωρισμός, ὁ,A renewed execution,
συναλλάξεως POxy.1644.19
(i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναλλάξεως POxy.1644.19
(i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καινοχωρισμός — καινοχωρισμός, ὁ (Α) πάπ. η εκ νέου, η καινούργια κατάθεση, η εκ νέου εκτέλεση («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + χωρισμός (< χωρίζω)] … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek